μάσταξ

μάσταξ
μάσταξ, -ακος, ἡ (Α)
1. αυτό με το οποίο μασάει κανείς, στόμα, γνάθοι, σαγόνια («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν» — έφραζε το στόμα με τα χέρια, Ομ. Οδ.)
2. μουστάκι
3. μπουκιά, μάσημα, μασημένη τροφή («ὡς δ'ὄρνις ἀπτῆσι νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακ', ἐπεί κε λάβῃσι», Ομ. Ιλ.)
4. είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μάσταξ (< *μαθ-τ-αξ, πρβλ. πιστός < *πι-θ-τός) συνδέεται με το ρ. μασῶ* (< *μαθ-jάω), αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο -τ-, εκτός αν θεωρηθεί παράγωγο ενός αμάρτυρου *μαθ-τός > *μαστός. Το εκφραστικό επίθημα τού μάσταξ θυμίζει τα πόρταξ, μύλαξ, ενώ το ρ. μαστάζω τα βαστάζω, κλαστάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μάσταξ — that with which one chews fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακα — μάσταξ that with which one chews fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακας — μάσταξ that with which one chews fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακες — μάσταξ that with which one chews fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακι — μάσταξ that with which one chews fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακος — μάσταξ that with which one chews fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάστακ' — μάστακα , μάσταξ that with which one chews fem acc sg μάστακι , μάσταξ that with which one chews fem dat sg μάστακε , μάσταξ that with which one chews fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Stachelaale — Mastacembelus armatus Systematik Ctenosquamata Acanthomorpha …   Deutsch Wikipedia

  • μαστάζω — (Α) μασώ, τρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάσταξ «στόμα, σαγόνι» (πρβλ. βαστάζω, κλαστάζω)] …   Dictionary of Greek

  • μασταρύζω — και μαστηρύζω και μασταρίζω (Α) 1. (για γέροντα) προφέρω κάτι ασαφώς σαν να έχω το στόμα μου γεμάτο, τραυλίζω, φαφουτίζω («ὁ δ ὑπὸ γήρως μασταρύζει», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Φώτ.) «μαστηρύζειν τὸ κακῶς μασᾱσθαι, Κυρηναῑοι» 3. (κατά τον Ησύχ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”